- ξεροψήνομαι
- ξεροψήνομαι, ξεροψήθηκα, ξεροψημένος βλ. πίν. 2
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
εμφρύγω — ἐμφρύγω και ἐμφρύττω (Α) 1. φρύγω, φρυγανιζω μέσα σε κάτι, ξεροτηγανίζω 2. μέσ. ἐμφρύγομαι ξεροψήνομαι, ξεροτηγανίζομαι, φρυγανίζομαι … Dictionary of Greek
οστρακώ — ὀστρακώ όω (Α) [όστρακον] 1. θρυμματίζω, κάνω κάτι θρύψαλα, μεταβάλλω σε μικρά τεμάχια σαν θρύψαλα σπασμένου αγγείου 2. κάνω κάτι σκληρό σαν όστρακο («τὸ δε πῡρ... καὶ δέρμα καίει καὶ ὀστρακοῑ», Αριστοτ.) 3. στρώνω μια επιφάνεια με ασβεστοκονίαμα … Dictionary of Greek